- λαπακτικά
- λαπακτικόςlaxativeneut nom/voc/acc plλαπακτικά̱ , λαπακτικόςlaxativefem nom/voc/acc dualλαπακτικά̱ , λαπακτικόςlaxativefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαπακτικάς — λαπακτικά̱ς , λαπακτικός laxative fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)